χουρριακός

χουρριακός
και χουρριτικός, -ή, -ό, Ν [Χούρριοι / Χουρρίτες]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χουρρίους ή Χουρρίτες
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Χουρριακή και Χουρριτική
η χουρριακή / χουρριτική γλώσσα
3. φρ. «χουρριακή γλώσσα» ή «χουρριτική γλώσσα» — η γλώσσα τών Χουρρίων / Χουρριτών, η οποία δεν ανήκει ούτε στις ινδοευρωπαϊκές ούτε στις σημιτικές γλώσσες και τής οποίας μνημεία ανακαλύφθηκαν στις πινακίδες σφηνοειδούς γραφής τών ερειπίων τών χεττιτικών αρχείων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”